ξανθαίνω — [ξανθός] 1. δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, μεταβάλλω κάτι σε ξανθό 2. τηγανίζω ή ψήνω κάτι ώσπου να πάρει ξανθό χρώμα 3. (αμτβ.) γίνομαι ξανθός, παίρνω ξανθό χρώμα … Dictionary of Greek
ξανθαίνω — υνα 1. μτβ., κάνω κάποιον ξανθό. 2. αμτβ., γίνομαι ξανθός, ξανθίζω: Όσο περνάει ο καιρός ξανθαίνουν τα μαλλιά του μωρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξανθίζω — ξανθίζω, ξάνθισα, ξανθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ξανθαίνω – ξανθίζω : η έννοια των δύο ρημάτων δεν ταυτίζεται. Το ξανθαίνω σημαίνει γενικά → κάνω κάτι ξανθό ή γίνομαι ξανθός, ενώ το ξανθίζω χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις, π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξανθίζω — (ΑΜ ξανθίζω) [ξανθός] δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, καθιστώ κάτι ξανθό, ξανθαίνω νεοελλ. καβουρδίζω ελαφρά κάτι, ιδίως κρεμμύδι και αλεύρι, ώστε να πάρει χρυσαφί χρώμα νεοελλ. μσν. έχω ή αποκτώ ξανθό ή υπόξανθο χρώμα αρχ. 1. είμαι ξανθός ή κλίνω προς … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
ξανθίζω — ξάνθισα, ξανθίστηκα, ξανθισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι ξανθό. 2. μτφ., τσιγαρίζω, ψήνω κάτι στο τηγάνι, στη χύτρα ώσπου να γίνει ξανθό: Ξάνθισε το κρεμμύδι πρώτα. 3. αμτβ., γίνομαι σιγά σιγά ξανθός, ξανθαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)